κυκλιάς: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />rond.<br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]]. | |btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />rond.<br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκλιάς]], -[[άδος]], ὁ, ἡ (Α) [[κύκλιος]]<br />αυτός που έχει κυκλικό [[σχήμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
άδος, ὁ, ἡ,
A round, τυροὶ κυκλιάδες AP6.299 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1526] άδος, ἡ, kreisförmig, τυροὶ κυκλιάδες, runde Käse, Phani. 5 (VI, 299).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιάς: ὁ, ἡ, στρογγύλος, τυροὶ κυκλιάδες Ἀνθ. Π. 6. 299, πρβλ. Ἰακ. σ. 201.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
rond.
Étymologie: κύκλος.
Greek Monolingual
κυκλιάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α) κύκλιος
αυτός που έχει κυκλικό σχήμα.