μόνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(Bailly1_3)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μονιός]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μονιός]].
}}
{{grml
|mltxt=-α -ο (Μ [[μόνιος]], -α, -ο) [[μόνος]]<br />[[μόνος]] («και [[μόνιος]] και [[ολομόναχος]] με λογισμό πορπάτει», <b>Ερωτόκρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονιός.

Greek Monolingual

-α -ο (Μ μόνιος, -α, -ο) μόνος
μόνος («και μόνιος και ολομόναχος με λογισμό πορπάτει», Ερωτόκρ.).