μολυβρός: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(6_4) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβρός''': -ά, -όν, [[μολυβδοειδής]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ. | |lstext='''μολυβρός''': -ά, -όν, [[μολυβδοειδής]], ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολυβρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου, [[μολυβής]], μολυβόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλυκ</i>-<i>ρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A lead-coloured, Hsch.
German (Pape)
[Seite 200] bleifarbig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβρός: -ά, -όν, μολυβδοειδής, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μολυβρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. -ρός (πρβλ. αλυκ-ρός)].