μελισσήεις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_8)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσήεις''': εσσα, εν, [[πλήρης]] μελισσῶν, ἔχων [[πλῆθος]] μελισσῶν, Νικ. Θηρ. 11, Κόλουθος 23.
|lstext='''μελισσήεις''': εσσα, εν, [[πλήρης]] μελισσῶν, ἔχων [[πλῆθος]] μελισσῶν, Νικ. Θηρ. 11, Κόλουθος 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελισσήεις]], -εσσα, -εν (ΑM)<br />αυτός που έχει [[αφθονία]] [[μελισσών]], [[πλούσιος]] σε μελίσσια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αραχν</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσήεις Medium diacritics: μελισσήεις Low diacritics: μελισσήεις Capitals: ΜΕΛΙΣΣΗΕΙΣ
Transliteration A: melissḗeis Transliteration B: melissēeis Transliteration C: melissieis Beta Code: melissh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A rich in bees, as a place-name, Nic.Th.11, Coluth.23.

German (Pape)

[Seite 124] εσσα, εν, bienenreich; Hymettus, Nonn. D. 13, 183; Helikon, Coluth. 23; Nic. Ther. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσήεις: εσσα, εν, πλήρης μελισσῶν, ἔχων πλῆθος μελισσῶν, Νικ. Θηρ. 11, Κόλουθος 23.

Greek Monolingual

μελισσήεις, -εσσα, -εν (ΑM)
αυτός που έχει αφθονία μελισσών, πλούσιος σε μελίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αραχν-ήεις)].