λεπτυσμός: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(6_14) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτυσμός''': ὁ, [[λέπτυνσις]], [[ἀραίωσις]], Ἱππ. 1176Α· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49. | |lstext='''λεπτυσμός''': ὁ, [[λέπτυνσις]], [[ἀραίωσις]], Ἱππ. 1176Α· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπτυσμός]], ὁ (Α) [[λεπτύνω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[λεπταίνω]], η [[λέπτυνση]], η [[εκλέπτυνση]], η [[απίσχνανση]]<br /><b>2.</b> (για στρατιωτ. [[μονάδα]] ή σχηματισμό) [[αραίωση]] («[[λεπτυσμός]]<br />[[ὅταν]] τὸ [[βάθος]] τῆς [[φάλαγγος]] συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», <b>Αιλιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A thinning, Hp.Epid.6.3.16; τριχῶν Dsc.5.112; esp. of the line of battle, Ael.Tact.38.3.
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, = λέπτυνσις, Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτυσμός: ὁ, λέπτυνσις, ἀραίωσις, Ἱππ. 1176Α· μάλιστα ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῆς μάχης, Αἰλιαν. Τακτ. 49.
Greek Monolingual
λεπτυσμός, ὁ (Α) λεπτύνω
1. το αποτέλεσμα του λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση
2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός
ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ' ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.).