λιβανομάννα: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(6_9)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνομάννα''': ἡ, = [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
|lstext='''λῐβᾰνομάννα''': ἡ, = [[μάννα]] λιβανωτοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιβανομάννα]], ἡ (Α)<br />[[λιβάνι]] τριμμένο σε [[σκόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίβανος]] <span style="color: red;">+</span> [[μάννα]] «[[σκόνη]], [[κόκκος]] λιβανιού»].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐβᾰνομάννα Medium diacritics: λιβανομάννα Low diacritics: λιβανομάννα Capitals: ΛΙΒΑΝΟΜΑΝΝΑ
Transliteration A: libanománna Transliteration B: libanomanna Transliteration C: livanomanna Beta Code: libanoma/nna

English (LSJ)

ἡ,

   A = μάννα λιβανωτοῦ, Orph.H.20 tit.

German (Pape)

[Seite 42] ἡ, Weihrauchmanna, Orph. H. 19, in der Ueberschrift. Vgl. μάννα.

Greek (Liddell-Scott)

λῐβᾰνομάννα: ἡ, = μάννα λιβανωτοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 19 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

λιβανομάννα, ἡ (Α)
λιβάνι τριμμένο σε σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάννα «σκόνη, κόκκος λιβανιού»].