μεραρχία: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_10) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεραρχία''': ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ. | |lstext='''μεραρχία''': ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μεραρχία]]) [[μεράρχης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />οργανική [[μεγάλη]] [[μονάδα]] του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή [[αυτοτέλεια]], και η οποία [[είναι]] η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες<br /><b>αρχ.</b><br />στρατιωτική [[μονάδα]] που διοικούσε ο [[μεράρχης]] και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A command of a μεράρχης, Ascl.l.c., Arr.l.c.
German (Pape)
[Seite 134] ὴ, Amt u. Würde des Vorigen, Arr.
Greek (Liddell-Scott)
μεραρχία: ἡ, δύο χιλιαρχίαι, δηλ. 2048 ἄνδρες, Αἰλιαν. Τακτ. 9, 7, κλ.
Greek Monolingual
η (Α μεραρχία) μεράρχης
νεοελλ.
οργανική μεγάλη μονάδα του στρατού, η οποία περιλαμβάνει μονάδες όλων τών όπλων, σωμάτων και υπηρεσιών, ώστε να έχει επιχειρησιακή αυτοτέλεια, και η οποία είναι η μικρότερη από τις μεγάλες μονάδες
αρχ.
στρατιωτική μονάδα που διοικούσε ο μεράρχης και την οποία αποτελούσαν δύο χιλιαρχίες, δηλ. 2.048 άνδρες.