λειόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειόκαυλος''': -ον, ἔχων λεῖον καυλόν, λειόκαυλα [[κρόμμυον]], [[πράσον]], [[σκόροδον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 2.
|lstext='''λειόκαυλος''': -ον, ἔχων λεῖον καυλόν, λειόκαυλα [[κρόμμυον]], [[πράσον]], [[σκόροδον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειόκαυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο καυλό («λειόκαυλον [[κρόμμυον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[καυλός]] «[[στέλεχος]], [[κορμός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόκαυλος Medium diacritics: λειόκαυλος Low diacritics: λειόκαυλος Capitals: ΛΕΙΟΚΑΥΛΟΣ
Transliteration A: leiókaulos Transliteration B: leiokaulos Transliteration C: leiokavlos Beta Code: leio/kaulos

English (LSJ)

ον,

   A smooth-stalked, Thphr.HP7.8.2.

German (Pape)

[Seite 24] glattstengelig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λειόκαυλος: -ον, ἔχων λεῖον καυλόν, λειόκαυλα κρόμμυον, πράσον, σκόροδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 2.

Greek Monolingual

λειόκαυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λείο καυλό («λειόκαυλον κρόμμυον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + καυλός «στέλεχος, κορμός»].