λεπρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπρώδης]], -ῶδες (Α) [[λέπρα]]<br /><b>1.</b> [[τραχύς]], αυτός που έχει ανώμαλη [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας<br /><b>3.</b> αυτός που πάσχει από [[λέπρα]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπρώδης Medium diacritics: λεπρώδης Low diacritics: λεπρώδης Capitals: ΛΕΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: leprṓdēs Transliteration B: leprōdēs Transliteration C: leprodis Beta Code: leprw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A rough, of the τρίγλη, named from its habitat (rough rocks), Ael.NA2.41; φλοιός Dsc.1.68.    II of leprous character, of a disease, Id.Eup.1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, suffering from a leprous disease, Gal.12.315.

German (Pape)

[Seite 30] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρώδης: -ες, τραχύς, ἀνώμαλος τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. ὅμοιος τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, λεπρός, Γαλην. 12. 315.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rugueux.
Étymologie: λέπρα, -ωδης.

Greek Monolingual

λεπρώδης, -ῶδες (Α) λέπρα
1. τραχύς, αυτός που έχει ανώμαλη επιφάνεια
2. (για νόσο) αυτή που παρουσιάζει χαρακτηριστικά της λέπρας
3. αυτός που πάσχει από λέπρα.