λεπύχανον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pelure d’oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
|btext=ου (τό) :<br />pelure d’oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπύχανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]], λέπυρο<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[λέπυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάχανον]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπύχᾰνον Medium diacritics: λεπύχανον Low diacritics: λεπύχανον Capitals: ΛΕΠΥΧΑΝΟΝ
Transliteration A: lepýchanon Transliteration B: lepychanon Transliteration C: lepychanon Beta Code: lepu/xanon

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A = λέπυρον, coat of an onion, etc., Theopomp. Com.33, Plu.2.684a, Archig. ap. Gal.12.256, 445; rind, ῥοᾶς Dsc.Eup. 1.74.

German (Pape)

[Seite 32] τό, = λέπυρον, bes. die Häute der Zwiebel, Plut. Symp. 5, 8, 3, wo alte v. l. λεπτύχανον ist; auch bei Diosc. λεπτόχανον.

Greek (Liddell-Scott)

λεπύχᾰνον: [ῡ], τό, λέπυρον, εἷς τῶν χιτώνων τοῦ κρομμύου, Λατ. tunica cepae, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Πλούτ. 2. 684Β.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pelure d’oignon.
Étymologie: λέπω.

Greek Monolingual

λεπύχανον, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα, λέπυρο
2. καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. λέπυρον + λάχανον.