ληθεδών: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_19) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληθεδών''': -όνος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[λήθη]], Ἀνθ. Π. 7. 17, Πλαν. 244. | |lstext='''ληθεδών''': -όνος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[λήθη]], Ἀνθ. Π. 7. 17, Πλαν. 244. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ληθεδών]], -όνος, ἡ (Α)<br />(ποιητ.τ.) [[λήθη]], [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λήθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λήθη]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>δών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρπε</i>-<i>δών</i>, <i>μελε</i>-<i>δών</i>), <i>το</i> οποίο [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] οργάνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ, poet. for λήθη, AP7.17 (Tull.Laur.), APl.4.244 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 38] όνος, ἡ, = Folgdm; Tull. Laur. 3 (VII, 17); Agath. 45 (Plan. 244).
Greek (Liddell-Scott)
ληθεδών: -όνος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ λήθη, Ἀνθ. Π. 7. 17, Πλαν. 244.
Greek Monolingual
ληθεδών, -όνος, ἡ (Α)
(ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα -δών (πρβλ. αρπε-δών, μελε-δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].