λῆσις: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(6_1)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῆσις''': (Α), ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.
|lstext='''λῆσις''': (Α), ἡ, ([[λήθω]]) = [[λῆστις]], Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔκ</i>-<i>λησις</i>, <i>ἐπί</i>-<i>λησις</i>), από όπου και το απλό [[λῆσις]].———————— <b>(II)</b><br />[[λῆσις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βούλησις]], [[αἵρεσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῶ</i> «[[θέλω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βούλη</i>-<i>σις</i>, [[ποίη]]-<i>σις</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆσις Medium diacritics: λῆσις Low diacritics: λήσις Capitals: ΛΗΣΙΣ
Transliteration A: lē̂sis Transliteration B: lēsis Transliteration C: lisis Beta Code: lh=sis

English (LSJ)

(A), εως, ἡ, (λήθω)

   A = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.
λῆσις (B), εως, ἡ, (λῶ)

   A = βούλησις, αἵρεσις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λῆσις: (Α), ἡ, (λήθω) = λῆστις, Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
λῆσις, -εως, ἡ (Α)
λήστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε -σις (πρβλ. ἔκ-λησις, ἐπί-λησις), από όπου και το απλό λῆσις.———————— (II)
λῆσις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βούλησις, αἵρεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -σις (πρβλ. βούλη-σις, ποίη-σις)].