λιγυάοιδος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
(6_17) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιγυάοιδος''': -ον, ὁ εὐκρινῶς ἢ λιγυρῶς ᾄδων, Ἀρκάδ. σ. 86. 23. | |lstext='''λιγυάοιδος''': -ον, ὁ εὐκρινῶς ἢ λιγυρῶς ᾄδων, Ἀρκάδ. σ. 86. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιγυάοιδος]], -ον (Α)<br />αυτός που τραγουδά [[δυνατά]] ή [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἀοιδός]] «[[τραγουδιστής]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A clear-singing, Arc.86.
German (Pape)
[Seite 43] hell singend, Arcad. p. 86, 23.
Greek (Liddell-Scott)
λιγυάοιδος: -ον, ὁ εὐκρινῶς ἢ λιγυρῶς ᾄδων, Ἀρκάδ. σ. 86. 23.
Greek Monolingual
λιγυάοιδος, -ον (Α)
αυτός που τραγουδά δυνατά ή καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ἀοιδός «τραγουδιστής»].