λιθόβλητος: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> parsemé de pierreries;<br /><b>2</b> qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> parsemé de pierreries;<br /><b>2</b> qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λιθόβλητος]], -ον) [[λιθοβολώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που λιθοβολήθηκε<br /><b>μσν.</b><br />διακοσμημένος με λίθους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λιθοβολία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3. II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59˙ ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.