λιπεργάτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐπεργάτης''': ὁ, ὁ λιπὼν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ἔργον]], ἴδε ἐν λ. [[λιπερνής]]. | |lstext='''λῐπεργάτης''': ὁ, ὁ λιπὼν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ἔργον]], ἴδε ἐν λ. [[λιπερνής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λιπεργάτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που εγκαταλείπει το [[έργο]] του, ο [[εργάτης]] που εγκαταλείπει την [[εργασία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐργάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A unemployed labourer (s.v.l.), v. λιπερνήτης.
German (Pape)
[Seite 51] ὁ, der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπεργάτης: ὁ, ὁ λιπὼν τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἴδε ἐν λ. λιπερνής.
Greek Monolingual
λιπεργάτης, ὁ (Α)
αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ἐργάτης.