λινοερκής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(6_8)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνοερκής''': -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.
|lstext='''λῐνοερκής''': -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινοερκής]], -ές (Α)<br />περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ερκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕρκος]] «[[εμπόδιο]], [[φραγμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>ερκής</i>, <i>εν</i>-<i>ερκής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοερκής Medium diacritics: λινοερκής Low diacritics: λινοερκής Capitals: ΛΙΝΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: linoerkḗs Transliteration B: linoerkēs Transliteration C: linoerkis Beta Code: linoerkh/s

English (LSJ)

ές,

   A surrounding with nets or snares, Nonn.D.26.55; cf. foreg.

German (Pape)

[Seite 49] ές, in Netzen, Garnen eingeschlossen, Nonn. D. 26, 54.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοερκής: -ές, περιπεφραγμένος ὑπὸ δικτύων ἢ παγίδων, Νόνν. Δ. 26. 55.

Greek Monolingual

λινοερκής, -ές (Α)
περιφραγμένος με δίχτια ή παγίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ερκής (< ἕρκος «εμπόδιο, φραγμός»), πρβλ. αλι-ερκής, εν-ερκής].