λογάω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />avoir envie de parler.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />avoir envie de parler.<br />'''Étymologie:''' [[λόγος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λόγος]]·1. [[στοχάζομαι]], [[λογαριάζω]], [[αναλογίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό [[μόριο]]) [[λογάτε]]<br />[[λοιπόν]], μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be fond of talking, Luc.Lex.15. II λογάω or λογέω, fut. 3sg. λογήσει, perh. will take account, Tyrt.Fr.1.42 Diehl.
Greek (Liddell-Scott)
λογάω: ἐφετικὸν τοῦ λέγω, ἀρέσκομαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ ὁμιλῶ Λουκ. Λεξιφ. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
avoir envie de parler.
Étymologie: λόγος.
Greek Monolingual
λόγος·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι
2. (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε
λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.