λίπτω: Difference between revisions
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=désirer vivement, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> λίπτομαι (<i>part. pf.</i> [[λελιμμένος]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Λιπ. | |btext=désirer vivement, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> λίπτομαι (<i>part. pf.</i> [[λελιμμένος]]) <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Λιπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ<br />και μέσ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[λίπτομαι]]<br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]] («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης [[λελιμμένος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lip</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leip</i>- «[[ποθώ]], [[ζητώ]] από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>liepiu</i>, <i>liĕpti</i> «[[επιβάλλω]], [[κυβερνώ]]», αρχ. πρωσ. <i>pallaips</i> «[[τάξη]]», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] με σλοβακ. <i>lipiet</i>, <i>lipnut</i> «[[επιθυμώ]] διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «[[κολλάω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λίπα]]. Επομένως, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] με τα [[λίπα]], [[λιπαρός]], με διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. [[λίπτω]] έχει -<i>ῑ</i>, ενώ το [[λιπαρός]] -<i>ĭ</i>-, αν και η [[μακρότητα]] του [[λίπτω]] μπορεί να οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 52] wornach verlangen, sich wornach sehnen, Hesych. erkl. ἐπιθυμῶ; μετά τι, Nic. Th. 126; τινός, Ap. Rh. 4, 813; Lycophr. 131. 353; auch im med., λελιμμένος, begehrend, begierig wornach, μάχης, Aesch. Spt. 362, vgl. Ag. 850 u. Spt. 337. – Vgl. λιμβός.
French (Bailly abrégé)
désirer vivement, gén.;
Moy. λίπτομαι (part. pf. λελιμμένος) m. sign.
Étymologie: R. Λιπ.
Greek Monolingual
λίπτω (Α)
1. (ενεργ
και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά
2. μέσ. λίπτομαι
είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα lip- της ΙΕ ρίζας leip- «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. liepiu, liĕpti «επιβάλλω, κυβερνώ», αρχ. πρωσ. pallaips «τάξη», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. είναι συγγενής με σλοβακ. lipiet, lipnut «επιθυμώ διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «κολλάω», πρβλ. λίπα. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην ίδια λεξιλογική οικογένεια με τα λίπα, λιπαρός, με διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη. Η άποψη αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. λίπτω έχει -ῑ, ενώ το λιπαρός -ĭ-, αν και η μακρότητα του λίπτω μπορεί να οφείλεται σε μετρική έκταση].