λυσιτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λυσιτέλεια]]) [[λυσιτελής]]<br />[[κέρδος]], όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[λυσιτέλεια]] περὶ τὸν χρόνον» — [[αναβολή]] πληρωμών [[ωσότου]] καταστούν υποχρεωτικές<br />β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για [[οικονομία]].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτέλεια Medium diacritics: λυσιτέλεια Low diacritics: λυσιτέλεια Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: lysitéleia Transliteration B: lysiteleia Transliteration C: lysiteleia Beta Code: lusite/leia

English (LSJ)

ἡ,

   A advantage, profit, Thphr. ap. D.L.5.54, D.S.1.36, LXX 2 Ma.2.27, J.AJ16.9.1; λ. περὶ τὸν χρόνον economy in respect of time, i.e. by postponement of payments until they fell due, Plb.31.27.11; διὰ λυσιτέλειαν for the sake of economy, Dsc.5.8.—Rejected by the Atticists, Poll.5.136, Moer.p.248 P., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτέλεια: ἡ, κέρδος, ὠφέλεια, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, οἰκονομία χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avantage, gain, profit.
Étymologie: λυσιτελής.

Greek Monolingual

η (Α λυσιτέλεια) λυσιτελής
κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῡντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)
αρχ.
φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» — αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές
β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για οικονομία.