λωροτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_18) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λωροτόμος''': -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. [[σκυτοτόμος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D. | |lstext='''λωροτόμος''': -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. [[σκυτοτόμος]], Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λωροτόμος]], -ον (AM)<br />αυτός που κόβει δέρματα σε λουρίδες, που κατασκευάζει λουριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λῶρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A cutting thongs, Hsch. s.v. σκυτοτόμος, Sch.Pl.Grg.517e, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).216.
Greek (Liddell-Scott)
λωροτόμος: -ον, ὁ τέμνων, κόπτων λωρία, Ἡσύχ. ἐν λ. σκυτοτόμος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Γοργ. 517D.
Greek Monolingual
λωροτόμος, -ον (AM)
αυτός που κόβει δέρματα σε λουρίδες, που κατασκευάζει λουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶρος + -τόμος (< τέμνω)].