μαλακίων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(6_22)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκίων''': -ωνος, ὁ, ὑποκοριστικόν τι τοῦ [[μαλακός]], [[μαλακός]], [[ἁβρός]], [[ἁπαλός]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058.
|lstext='''μᾰλᾰκίων''': -ωνος, ὁ, ὑποκοριστικόν τι τοῦ [[μαλακός]], [[μαλακός]], [[ἁβρός]], [[ἁπαλός]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλακίων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />(ως [[έκφραση]] αγάπης) [[αγαπητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλγ</i>-<i>ίων</i>, <i>κερδ</i>-<i>ίων</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλακίων Medium diacritics: μαλακίων Low diacritics: μαλακίων Capitals: ΜΑΛΑΚΙΩΝ
Transliteration A: malakíōn Transliteration B: malakiōn Transliteration C: malakion Beta Code: malaki/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Dim. of μαλακός, as a term of endearment,

   A darling, Ar.Ec.1058.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκίων: -ωνος, ὁ, ὑποκοριστικόν τι τοῦ μαλακός, μαλακός, ἁβρός, ἁπαλός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058.

Greek Monolingual

μαλακίων, -ωνος, ὁ (Α)
(ως έκφραση αγάπης) αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κατάλ. -ίων (πρβλ. αλγ-ίων, κερδ-ίων)].