μακρυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_14)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρυσμός''': ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.
|lstext='''μακρυσμός''': ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[μακρυσμός]], ὁ (ΑM) [[μακρύνω]]<br />[[απομάκρυνση]].
}}
}}

Revision as of 07:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρυσμός Medium diacritics: μακρυσμός Low diacritics: μακρυσμός Capitals: ΜΑΚΡΥΣΜΟΣ
Transliteration A: makrysmós Transliteration B: makrysmos Transliteration C: makrysmos Beta Code: makrusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A long interval, Aq.Ps.55(56).1, 119 (120).5.

Greek (Liddell-Scott)

μακρυσμός: ὁ, ἀπομακρυσμός, μακρυσμὸς ἀπὸ ὕδατος γλυκεροῦ Ἀριστ π. Φυτ. 2. 2, 19.

Greek Monolingual

μακρυσμός, ὁ (ΑM) μακρύνω
απομάκρυνση.