μαλκόν: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(6_3) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαλκόν''': «[[μαλακὸν]]» Ἡσύχ. | |lstext='''μαλκόν''': «[[μαλακὸν]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαλκόν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαλκόν]]<br />μαλακόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του [[μαλακός]], με [[συγκοπή]]. Ο τ. <i>μαλκῆν</i> («τὸ [[ἐπικόπανον]]» [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) αναφέρεται [[επομένως]] στο [[στέλεχος]] του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. μάλκιος.
Greek (Liddell-Scott)
μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].