μεγαλόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόκαυλος''': -ον, ἔχων μέγαν καλόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3.
|lstext='''μεγᾰλόκαυλος''': -ον, ἔχων μέγαν καλόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόκαυλος]], -ον (Α)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει μεγάλο καυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[καυλός]] «[[μίσχος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραχύ</i>-<i>καυλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκαυλος Medium diacritics: μεγαλόκαυλος Low diacritics: μεγαλόκαυλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΑΥΛΟΣ
Transliteration A: megalókaulos Transliteration B: megalokaulos Transliteration C: megalokavlos Beta Code: megalo/kaulos

English (LSJ)

ον,

   A with large stalk, ib.7.6.3.

German (Pape)

[Seite 106] großstengelig, -stielig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόκαυλος: -ον, ἔχων μέγαν καλόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3.

Greek Monolingual

μεγαλόκαυλος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτός που έχει μεγάλο καυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -καυλός «μίσχος» (πρβλ. βραχύ-καυλος)].