μεγαλοπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοπόλεμος''': -ον, [[μέγας]] ἐν πολέμῳ, ἄνδρα γενναῖον καὶ μεγαλοπόλεμον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11, 2.
|lstext='''μεγᾰλοπόλεμος''': -ον, [[μέγας]] ἐν πολέμῳ, ἄνδρα γενναῖον καὶ μεγαλοπόλεμον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοπόλεμος]], -ον (Α)<br />[[μεγάλος]] και [[ένδοξος]] στον πόλεμο.
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπόλεμος Medium diacritics: μεγαλοπόλεμος Low diacritics: μεγαλοπόλεμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: megalopólemos Transliteration B: megalopolemos Transliteration C: megalopolemos Beta Code: megalopo/lemos

English (LSJ)

ον,

   A great in war, J.AJ12.11.2.

German (Pape)

[Seite 107] groß im Kriege, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπόλεμος: -ον, μέγας ἐν πολέμῳ, ἄνδρα γενναῖον καὶ μεγαλοπόλεμον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11, 2.

Greek Monolingual

μεγαλοπόλεμος, -ον (Α)
μεγάλος και ένδοξος στον πόλεμο.