μεγαλοπόλεμος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπόλεμος Medium diacritics: μεγαλοπόλεμος Low diacritics: μεγαλοπόλεμος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: megalopólemos Transliteration B: megalopolemos Transliteration C: megalopolemos Beta Code: megalopo/lemos

English (LSJ)

μεγαλοπόλεμον, great in war, J.AJ12.11.2.

German (Pape)

[Seite 107] groß im Kriege, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπόλεμος: -ον, μέγας ἐν πολέμῳ, ἄνδρα γενναῖον καὶ μεγαλοπόλεμον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11, 2.

Greek Monolingual

μεγαλοπόλεμος, -ον (Α)
μεγάλος και ένδοξος στον πόλεμο.