μειζονότης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(6_12)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειζονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ μείζονος, ἡ κατὰ ποσὸν [[ὑπεροχή]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 115.
|lstext='''μειζονότης''': -ητος, ἡ, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ μείζονος, ἡ κατὰ ποσὸν [[ὑπεροχή]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 115.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειζονότης]], -ητος, ἡ (Α) [[μείζων]]<br />η [[κατά]] [[ποσόν]] [[υπεροχή]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειζονότης Medium diacritics: μειζονότης Low diacritics: μειζονότης Capitals: ΜΕΙΖΟΝΟΤΗΣ
Transliteration A: meizonótēs Transliteration B: meizonotēs Transliteration C: meizonotis Beta Code: meizono/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A greater magnitude, Iamb.VP26.115, in Nic.p.33 P.

German (Pape)

[Seite 115] ητος, ἡ, das Größersein, bes. die größere Zahl, Mehrheit, Ggstz ἐλαττονότης, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μειζονότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ μείζονος, ἡ κατὰ ποσὸν ὑπεροχή, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 115.

Greek Monolingual

μειζονότης, -ητος, ἡ (Α) μείζων
η κατά ποσόν υπεροχή.