μεγαλορρέκτης: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(6_15) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγαλορρέκτης''': ὁ, μεγάλα πράττων, [[μεγαλόδοξος]] ἢ [[πλεονέκτης]], κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27. | |lstext='''μεγαλορρέκτης''': ὁ, μεγάλα πράττων, [[μεγαλόδοξος]] ἢ [[πλεονέκτης]], κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεγαλορρέκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει σπουδαία έργα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-<i>ρρέκτης</i>, <i>χειρο</i>-<i>ρρέκτης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who does great things, Adam.2.39.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξος ἢ πλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.
Greek Monolingual
μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης, χειρο-ρρέκτης].