μελεδωνός: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ et ἡ)<br />qui prend soin de, gardien, gardienne.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]]. | |btext=οῦ (ὁ et ἡ)<br />qui prend soin de, gardien, gardienne.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελεδωνός]], ὁ και ἡ (Α) [[μελεδών]]<br /><b>1.</b> αυτός που φροντίζει για [[κάτι]] ή αυτός που επιμελείται [[κάτι]], [[φροντιστής]], [[επιμελητής]], [[επιστάτης]] («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> πολύ μορφωμένος [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> [[τίτλος]] δημόσιου αξιώματος στη Σάμο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «θηρίων μελεδωνοί» — τιμητικό κληρονομικό [[επάγγελμα]] το οποίο ασκούσαν στην Αίγυπτο άνδρες και γυναίκες, που είχαν ως [[καθήκον]] τη [[φύλαξη]] ή την [[επιμέλεια]] τών κροκοδείλων<br />β) «μελεδωνὸς τροφῆς» — αυτός που προμήθευε [[τροφή]]<br />γ) «μελεδωνοὶ ληστῶν» — πράκτορες ληστών, ληστοτρόφοι<br />δ) «μελεδωνοὶ τῶν χρημάτων<br />οι φύλακες ή οι διαχειριστές τών χρημάτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ and ἡ,
A attendant, guardian, τῶν οἰκίων μ. house-steward, Hdt.3.61; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Id.2.65; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, ibid., cf. 7.31; μ. τῶν χρημάτων ib.38; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν D.H.1.67; τοῦ τείχους Ael.NA 3.26; μ. λῃστῶν agents of pirates, Philostr.VA3.24; title of public officials in Samos, SIG976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man, πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. Ath.Mitt.11.428 (Notium).
German (Pape)
[Seite 121] ὁ, u. ἡ, der Besorger, Wächter, Aufseher, τῶν οἰκίων, Her. 3, 61. 63, u. fem., 2, 65; Ael. V. H. 2, 14; μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν, D. Hal. 1, 67.
Greek (Liddell-Scott)
μελεδωνός: ὁ καὶ ἡ, ὁ φροντίζων περί τινος, ἐπιμελητής, φύλαξ, θεράπων, μ. τῶν οἰκιῶν, οἰκονόμος, Ἡρόδ. 3. 61· ὁ μ. τῶν θηρίων, ὁ φύλαξ τῶν κροκοδείλων, ὁ αὐτ. 2. 65· μ. τῆς τροφῆς, ὁ ἐπιμελητὴς τῆς τροφῆς αὐτῶν, αὐτόθι, πρβλ 7. 31, 38· μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 67· οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ et ἡ)
qui prend soin de, gardien, gardienne.
Étymologie: μέλει.
Greek Monolingual
μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) μελεδών
1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.)
2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος
3. τίτλος δημόσιου αξιώματος στη Σάμο
4. φρ. α) «θηρίων μελεδωνοί» — τιμητικό κληρονομικό επάγγελμα το οποίο ασκούσαν στην Αίγυπτο άνδρες και γυναίκες, που είχαν ως καθήκον τη φύλαξη ή την επιμέλεια τών κροκοδείλων
β) «μελεδωνὸς τροφῆς» — αυτός που προμήθευε τροφή
γ) «μελεδωνοὶ ληστῶν» — πράκτορες ληστών, ληστοτρόφοι
δ) «μελεδωνοὶ τῶν χρημάτων
οι φύλακες ή οι διαχειριστές τών χρημάτων.