μελάνδρυος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνδρυος''': -ον, [[μέλας]] ὡς [[δρῦς]], μέλανα φύλλα ἔχων, [[πίτυς]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 249˙ πρβλ. Ὀδ. Ξ. 12, καὶ Σχολ. ἐν τόπῳ. | |lstext='''μελάνδρυος''': -ον, [[μέλας]] ὡς [[δρῦς]], μέλανα φύλλα ἔχων, [[πίτυς]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 249˙ πρβλ. Ὀδ. Ξ. 12, καὶ Σχολ. ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελάνδρυος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φύλλα, όπως η [[δρυς]] («πίτυος ἐκ μελανδρύου», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], <span style="color: red;">+</span> -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δρυος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρῦς]], <i>δρυός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dark as the oak, dark-leaved, πίτυς A.Fr.251, cf. Sch.Od.14.12.
German (Pape)
[Seite 119] aus schwarzem (Eichen-) Walde, πίτυς, Aesch. frg.; aber τὰ μελάνδρυα u. οἱ μελανδρύαι, sc. τόμοι, sind Stücke des folgenden Thunfisches, Ath. III, 121 b VII, 315 d; = μελάνδρυα, τά, Xenocrat. alim. 36.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδρυος: -ον, μέλας ὡς δρῦς, μέλανα φύλλα ἔχων, πίτυς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 249˙ πρβλ. Ὀδ. Ξ. 12, καὶ Σχολ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
μελάνδρυος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα φύλλα, όπως η δρυς («πίτυος ἐκ μελανδρύου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + -ανος + -δρυος (< δρῦς, δρυός)].