μελανοδέρματος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνοδέρματος''': -ον, ὁ ἔχων [[μέλαν]] δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.
|lstext='''μελᾰνοδέρματος''': -ον, ὁ ἔχων [[μέλαν]] δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανοδέρματος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μελανόδερμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]], -<i>ατος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>δέρματος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοδέρμᾰτος Medium diacritics: μελανοδέρματος Low diacritics: μελανοδέρματος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΔΕΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: melanodérmatos Transliteration B: melanodermatos Transliteration C: melanodermatos Beta Code: melanode/rmatos

English (LSJ)

ον,

   A black-skinned, Id.HA517a14.

German (Pape)

[Seite 119] mit schwarzem Felle, Arist. H. A. 3, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνοδέρματος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 2.

Greek Monolingual

μελανοδέρματος, -ον (Α)
βλ. μελανόδερμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος)].