μελεοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]]. | |btext=ής, ές :<br />infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[μέλεος]], [[πάθος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελεοπαθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές ατυχίες<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται [[είναι]] δυστυχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλεος]] «[[άθλιος]], [[δυστυχής]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομοιο</i>-<i>παθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
Greek (Liddell-Scott)
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.
Greek Monolingual
μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].