μένανδρος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(6_10)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μένανδρος''': ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ [[Διονύσιον]] τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.
|lstext='''μένανδρος''': ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ [[Διονύσιον]] τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.
}}
{{grml
|mltxt=[[μένανδρος]], ἡ (Α)<br /><b>ως επίθ.</b> αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- του [[μένω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀνήρ]], <i>ἀνδρός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λείψ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>μίσ</i>-<i>ανδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μένανδρος Medium diacritics: μένανδρος Low diacritics: μένανδρος Capitals: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ménandros Transliteration B: menandros Transliteration C: menandros Beta Code: me/nandros

English (LSJ)

ον,

   A awaiting a man, παρθένος Dionys. Trag.12.

German (Pape)

[Seite 132] den Mann erwartend oder bestehend, so nannte Dionys. im Scherz die Jungfrau, Ath. III, 98 c, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, sonst nur nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μένανδρος: ἡ, ἡ μένουσα τὸν ἄνδρα, κατὰ Διονύσιον τὸν Σικελιώτην «ὃς τὴν μὲν παρθένον ἐκάλει μένανδρον, ὅτι μένει τὸν ἄνδρα, καὶ τὸν στῦλον μενεκράτην, ὅτι μένει καὶ κρατεῖ, κτλ.» παρ’ Ἀθην. 98D.

Greek Monolingual

μένανδρος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που περιμένει άνδρα («μένανδρον παρθένον», Διον. Τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. λείψ-ανδρος, μίσ-ανδρος].