μελανόφλεψ: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_6)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνόφλεψ''': -εβος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας φλέβας, Ἀρειαῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1.
|lstext='''μελᾰνόφλεψ''': -εβος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας φλέβας, Ἀρειαῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανόφλεψ]], -εβος, ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρες φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[φλέψ]], <i>φλεβός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αργυρό</i>-<i>φλεψ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόφλεψ Medium diacritics: μελανόφλεψ Low diacritics: μελανόφλεψ Capitals: ΜΕΛΑΝΟΦΛΕΨ
Transliteration A: melanóphleps Transliteration B: melanophleps Transliteration C: melanofleps Beta Code: melano/fley

English (LSJ)

εβος, ὁ, ἡ,

   A black-veined, Aret.SD2.1.

German (Pape)

[Seite 120] εβος, schwarzaderig, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφλεψ: -εβος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας φλέβας, Ἀρειαῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1.

Greek Monolingual

μελανόφλεψ, -εβος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει μαύρες φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φλέψ, φλεβός (πρβλ. αργυρό-φλεψ)].