μεσοταγής: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσοτᾰγής''': -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α. | |lstext='''μεσοτᾰγής''': -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσοταγής]], -ές (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[ταγμένος]], τοποθετημένος στο [[μέσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταγ</i>- του [[τάσσω]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>τάγ</i>-<i>ην</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτιο</i>-<i>ταγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A placed in the middle, [ἀριθμοί] lamb.in Nic.p.84 P.
German (Pape)
[Seite 140] ές, in der Mitte eingeordnet (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεσοτᾰγής: -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α.
Greek Monolingual
μεσοταγής, -ές (Α)
αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. ἐ-τάγ-ην), πρβλ. αρτιο-ταγής].