μετακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_10)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακομῐδή''': ἡ, μετακόμισις, [[μετάθεσις]], [[μεταφορά]], Ἀθαν. 1, 265Α, κλ.
|lstext='''μετακομῐδή''': ἡ, μετακόμισις, [[μετάθεσις]], [[μεταφορά]], Ἀθαν. 1, 265Α, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[μετακομιδή]]) [[μετακομίζω]]<br />[[μετακόμιση]], [[μεταφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μεταφορά]] λειψάνου ή οστών ανθρώπου από τον τάφο του σε [[άλλο]] [[μέρος]] [[μετά]] την πάροδο τριετίας από τον ενταφιασμό.
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακομῐδή Medium diacritics: μετακομιδή Low diacritics: μετακομιδή Capitals: ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: metakomidḗ Transliteration B: metakomidē Transliteration C: metakomidi Beta Code: metakomidh/

English (LSJ)

ἡ,

   A transporting, conveying, Gloss.: pl., Gal.18(2).503.

German (Pape)

[Seite 148] ἡ, das Weg- u. Anderswohinschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετακομῐδή: ἡ, μετακόμισις, μετάθεσις, μεταφορά, Ἀθαν. 1, 265Α, κλ.

Greek Monolingual

η (ΑM μετακομιδή) μετακομίζω
μετακόμιση, μεταφορά
νεοελλ.
η μεταφορά λειψάνου ή οστών ανθρώπου από τον τάφο του σε άλλο μέρος μετά την πάροδο τριετίας από τον ενταφιασμό.