μηλών: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_22) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηλών''': -ῶνος, ὁ, [[τόπος]] πεφυτευμένος μὲ μηλέας, [[ἄλσος]] μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3. | |lstext='''μηλών''': -ῶνος, ὁ, [[τόπος]] πεφυτευμένος μὲ μηλέας, [[ἄλσος]] μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μηλών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br />[[τόπος]] φυτεμένος με μηλιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμπελ</i>-<i>ών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A orchard, f.l. for καμηλών (cj.) in EM130.29, Arc. 13.3.
German (Pape)
[Seite 173] ῶνος, ὁ, Obstgarten, E. M. 130, 29 aus Callim.
Greek (Liddell-Scott)
μηλών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος μὲ μηλέας, ἄλσος μηλεῶν, Λατ. pomentum, Μέγ. Ἐτυμολ. 130. 29, Ἀρκάδ. 13. 3.
Greek Monolingual
μηλών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος φυτεμένος με μηλιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ών (πρβλ. αμπελ-ών)].