μίγα: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(SL_2)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μῐγᾰ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mixed]] [[with]] prep. c. dat. “[[κᾶδος]] θηκάμενοι [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)
|sltr=<b>μῐγᾰ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[mixed]] [[with]] prep. c. dat. “[[κᾶδος]] θηκάμενοι [[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)
}}
{{grml
|mltxt=[[μίγα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ανάμικτα, ανακατωμένα, [[μαζί]] με («[[μίγα]] κωκυτῷ γυναικῶν [[κρύβδα]] πέμπτον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>α</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίγα Medium diacritics: μίγα Low diacritics: μίγα Capitals: ΜΙΓΑ
Transliteration A: míga Transliteration B: miga Transliteration C: miga Beta Code: mi/ga

English (LSJ)

[ῐ], Adv.

   A mixed, blent with, κωκυτῷ Pi.P.4.113; μ. θηλυτέρῃσιν A.R.4.1345; μ. τῷδε σὺν ἀνδρί together with... Epigr.Gr.386 (Apamea Cibotus).

German (Pape)

[Seite 182] gemischt, vermischt; μίγα κωκυτῷ γυναικῶν, Pind. P. 4, 113; Ap. Rh. 4, 1345.

Greek (Liddell-Scott)

μίγα: [ῐ], Ἐπίρρ. μεμιγμένως, μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπον, μεμιγμένως μετὰ κωκυτοῦ γυναικῶν, ὡς ἐκφορὰν τελοῦντες κρυφίως τὴν νύκτα μὲ ἔπεμπον, Πινδ. Π. 4. 202· μίγα τῷδε σὺν ἀνδρί, ὁμοῦ μετὰ τούτου τοῦ ἀνδρός..., Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3962.

French (Bailly abrégé)

adv.
confusément, pêle-mêle ; au milieu de, τινι.
Étymologie: v. μίγνυμι.

English (Slater)

μῐγᾰ
   1 mixed with prep. c. dat. “κᾶδος θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113)

Greek Monolingual

μίγα (Α)
επίρρ. ανάμικτα, ανακατωμένα, μαζί με («μίγα κωκυτῷ γυναικῶν κρύβδα πέμπτον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μιγ- του μίγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -α].