μηκυσμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(6_14)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηκυσμός''': ὁ, ἡ [[μήκυνσις]], ἰδίως τῶν φωνηέντων, Εὐστ. 81. 6.
|lstext='''μηκυσμός''': ὁ, ἡ [[μήκυνσις]], ἰδίως τῶν φωνηέντων, Εὐστ. 81. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηκυσμός]], ὁ (Α) [[μηκύνω]]<br />η [[έκταση]] βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η [[μήκυνση]] φωνήεντος.
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηκυσμός Medium diacritics: μηκυσμός Low diacritics: μηκυσμός Capitals: ΜΗΚΥΣΜΟΣ
Transliteration A: mēkysmós Transliteration B: mēkysmos Transliteration C: mikysmos Beta Code: mhkusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lengthening, esp. of vowels, Eust.81.6.

German (Pape)

[Seite 172] ὁ, das Langmachen, das Langaussprechen der Vocale, Eust. 81, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μηκυσμός: ὁ, ἡ μήκυνσις, ἰδίως τῶν φωνηέντων, Εὐστ. 81. 6.

Greek Monolingual

μηκυσμός, ὁ (Α) μηκύνω
η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η μήκυνση φωνήεντος.