μορφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a une forme, formel <i>t. de philos.</i><br />'''Étymologie:''' [[μορφή]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui a une forme, formel <i>t. de philos.</i><br />'''Étymologie:''' [[μορφή]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μορφοειδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου η [[φύση]], η [[διάθεση]], η [[ιδιότητα]] εκφράζεται με τη [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μορφή]] ή [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> όμοιος με την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μορφή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοειδής Medium diacritics: μορφοειδής Low diacritics: μορφοειδής Capitals: ΜΟΡΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: morphoeidḗs Transliteration B: morphoeidēs Transliteration C: morfoeidis Beta Code: morfoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of the nature of shape, σχηματισμός Epicur.Nat. 2.8.    II like the human form, Plu.2.335d; μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες ib.735a.

German (Pape)

[Seite 209] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.

Greek (Liddell-Scott)

μορφοειδής: -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα, Πλούτ. 2. 335D, 733A.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a une forme, formel t. de philos.
Étymologie: μορφή, εἶδος.

Greek Monolingual

μορφοειδής, -ές (Α)
1. αυτός του οποίου η φύση, η διάθεση, η ιδιότητα εκφράζεται με τη μορφή του
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα
3. όμοιος με την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ειδής].