μόριος: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(6_4)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόριος''': -α, -ον, = [[μόριμος]], [[μόρσιμος]], Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: [[Ζεὺς]] Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. [[μορία]].
|lstext='''μόριος''': -α, -ον, = [[μόριμος]], [[μόρσιμος]], Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: [[Ζεὺς]] Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. [[μορία]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μόριος]], ὁ (Α) [[μόρια]]<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.———————— <b>(II)</b><br />[[μόριος]], -α, -ον (Α) [[μόρος]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προορίζεται για [[ταφή]] («[[μορία]] γῆ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόριος]]<br />[[ἄπληστος]]».
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόριος Medium diacritics: μόριος Low diacritics: μόριος Capitals: ΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: mórios Transliteration B: morios Transliteration C: morios Beta Code: mo/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A of burial, γῆ AP7.477 (Tymn.).

German (Pape)

[Seite 207] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. μόρσιμος u. μοιρίδιος. Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.

Greek (Liddell-Scott)

μόριος: -α, -ον, = μόριμος, μόρσιμος, Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: Ζεὺς Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. μορία.

Greek Monolingual

(I)
μόριος, ὁ (Α) μόρια
προσωνυμία του Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.———————— (II)
μόριος, -α, -ον (Α) μόρος
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προορίζεται για ταφήμορία γῆ», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος
ἄπληστος».