μονόδερμος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα. | |lstext='''μονόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονόδερμος]], -ον (Α)<br />(για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο [[δέρμα]], ένα [[περικάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A gloss on μονόλοπος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 202] einhäutig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μονόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα.
Greek Monolingual
μονόδερμος, -ον (Α)
(για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο δέρμα, ένα περικάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -δερμος (< δέρμα)].