μοιράρχης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιράρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς μοίρας, στρατιωτικῆς διαιρέσεως (ἴδε [[μοῖρα]] Ι. 3), Λεόντ. Τακτ. 4, 8, 42, ὁ ἄλλως καλούμενος δρουγγάριος. | |lstext='''μοιράρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς μοίρας, στρατιωτικῆς διαιρέσεως (ἴδε [[μοῖρα]] Ι. 3), Λεόντ. Τακτ. 4, 8, 42, ὁ ἄλλως καλούμενος δρουγγάριος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοιράρχης]], ὁ (Μ)<br />ο [[αρχηγός]] της μοίρας, στρατιωτικού τμήματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοίρα]] <span style="color: red;">+</span> «[[τμήμα]] στρατού» <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλαμ</i>-<i>άρχης</i>, <i>ομαδ</i>-<i>άρχης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μοιράρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς μοίρας, στρατιωτικῆς διαιρέσεως (ἴδε μοῖρα Ι. 3), Λεόντ. Τακτ. 4, 8, 42, ὁ ἄλλως καλούμενος δρουγγάριος.
Greek Monolingual
μοιράρχης, ὁ (Μ)
ο αρχηγός της μοίρας, στρατιωτικού τμήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα + «τμήμα στρατού» + -άρχης (πρβλ. θαλαμ-άρχης, ομαδ-άρχης)].