μικρόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_17) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρόθῡμος''': -ον, ὁ [[μικρόψυχος]], Διον. Ἁλ. 11. 12. | |lstext='''μῑκρόθῡμος''': -ον, ὁ [[μικρόψυχος]], Διον. Ἁλ. 11. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μικρόθυμος]], -ον)<br />αυτός που έχει αδύναμη [[ψυχή]], ασθενές [[φρόνημα]], [[λιγόψυχος]], [[μικρόψυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(ο)- <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>θυμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A mean-spirited, narrow-minded, D.H.11.12.
German (Pape)
[Seite 184] kleinmüthig, kleinlich oder niedrig denkend, D. Hal. 11, 12.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόθῡμος: -ον, ὁ μικρόψυχος, Διον. Ἁλ. 11. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μικρόθυμος, -ον)
αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].