μυξώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(6_7)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυξώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., [[γλοιώδης]], [[αὐτόθι]] 809· μ. [[ὑγρότης]], [[γλισχρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.
|lstext='''μυξώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., [[γλοιώδης]], [[αὐτόθι]] 809· μ. [[ὑγρότης]], [[γλισχρότης]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυξώδης]], -ῶδες) [[μύξα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μύξα]], βλεννοειδής, [[γλοιώδης]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που αποτελείται από [[μύξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονη [[μύξα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («βλεκέμυξος, [[βλακώδης]], [[μυξώδης]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξώδης Medium diacritics: μυξώδης Low diacritics: μυξώδης Capitals: ΜΥΞΩΔΗΣ
Transliteration A: myxṓdēs Transliteration B: myxōdēs Transliteration C: myksodis Beta Code: mucw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like mucus, abounding in it, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μ. a pulpy band of connexion, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.

German (Pape)

[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).