Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ναρός: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
(6_4)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νᾱρός''': ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῑα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία [[λέξις]], μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. [[Νηρεύς]], καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς [[νερόν]]).
|lstext='''νᾱρός''': ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῑα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία [[λέξις]], μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. [[Νηρεύς]], καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς [[νερόν]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ναρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ρέει, ο [[υγρός]], ο [[ρευστός]] («ναρᾱς Δίρκης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ναFερος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νάω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ερός</i> <b>πρβλ.</b> <i>θαλ</i>-<i>ερός</i>) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[συναίρεση]]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱρός Medium diacritics: ναρός Low diacritics: ναρός Capitals: ΝΑΡΟΣ
Transliteration A: narós Transliteration B: naros Transliteration C: naros Beta Code: naro/s

English (LSJ)

ά, όν, (νάω)

   A flowing, liquid, Δίρκη A.Fr.347; ναρὰ καὶ κρηναῖα ποτά S.Fr.621; cf. νηρός.

German (Pape)

[Seite 230] (νάω), fließend; Δίρκη, Aesch. frg. 426; Soph. frg. 560; VLL. erkl. ὑγρός; nach Phryn., der für νηρὸν ὕδωρ vielmehr πρόσφατον zu sagen räth, ist ναρός od. νηρός = νεαρός, frisch.

Greek (Liddell-Scott)

νᾱρός: ά, ον, (νάω) ὁ ῥέων, ῥευστός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 399· ναρὰ κρηναῑα ποτὰ Σοφ. 560. Ἀρχαία λέξις, μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ., ἴδε Λοβ. 42. (Πρβλ. Νηρεύς, καὶ τὸ τῆς νεωτέρας Ἑλληνικῆς νερόν).

Greek Monolingual

ναρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ρέει, ο υγρός, ο ρευστός («ναρᾱς Δίρκης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναFερος < νάω + κατάλ. -ερός πρβλ. θαλ-ερός) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση].