νομοδότης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_15)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομοδότης''': ὁ, ὁ δοὺς νόμους, [[νομοθέτης]], Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.
|lstext='''νομοδότης''': ὁ, ὁ δοὺς νόμους, [[νομοθέτης]], Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[νομοδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδότης Medium diacritics: νομοδότης Low diacritics: νομοδότης Capitals: ΝΟΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: nomodótēs Transliteration B: nomodotēs Transliteration C: nomodotis Beta Code: nomodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lawgiver, Sm.Ps.75(76).12.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδότης: ὁ, ὁ δοὺς νόμους, νομοθέτης, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.

Greek Monolingual

νομοδότης, ὁ (ΑΜ)
(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης.