μουσόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_2) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουσόμαντις''': [[ὄρνις]], πτηνὸν οὗ τὸ ᾆσμα προφητικόν, Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. | |lstext='''μουσόμαντις''': [[ὄρνις]], πτηνὸν οὗ τὸ ᾆσμα προφητικόν, Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μουσόμαντις]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μουσόμαντις]] [[ὄρνις]]» — [[πτηνό]] του οποίου το [[άσμα]] ήταν προφητικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ὄρνις, bird
A of prophetic song, Ar.Av.276, cf. A.Fr.60.
German (Pape)
[Seite 211] weissagend; Aesch. frg. 52; ὄρνις, ein durch Gesang weissagender Vogel, Ar. Av. 276, Schol. erkl. κομπώδης.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόμαντις: ὄρνις, πτηνὸν οὗ τὸ ᾆσμα προφητικόν, Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 276.
Greek Monolingual
μουσόμαντις, ὁ (Α)
φρ. «μουσόμαντις ὄρνις» — πτηνό του οποίου το άσμα ήταν προφητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + μάντις.