νημέρτεια: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(6_9) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νημέρτεια''': ἡ, [[βεβαιότης]], [[ἀλήθεια]], Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. [[νημερτής]]. | |lstext='''νημέρτεια''': ἡ, [[βεβαιότης]], [[ἀλήθεια]], Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. [[νημερτής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νημέρτεια]] και δωρ. τ. [[ναμέρτεια]], ἡ (Α) [[νημερτής]]<br />[[αλήθεια]], [[βεβαιότητα]], [[επαλήθευση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A truth; Dor. νᾱμέρτεια, used by S.Tr.173 in trim.
Greek (Liddell-Scott)
νημέρτεια: ἡ, βεβαιότης, ἀλήθεια, Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. νημερτής.
Greek Monolingual
νημέρτεια και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) νημερτής
αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση.