μοχλεία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
(6_9)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοχλεία''': ἡ, = [[μόχλευσις]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.
|lstext='''μοχλεία''': ἡ, = [[μόχλευσις]], Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοχλεία]] και [[μοχλία]] ἡ (Α) [[μοχλεύω]]<br /><b>1.</b> [[μετατόπιση]], [[μετακίνηση]] που γίνεται με μοχλό, [[μόχλευση]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] πιεστήρων.
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχλεία Medium diacritics: μοχλεία Low diacritics: μοχλεία Capitals: ΜΟΧΛΕΙΑ
Transliteration A: mochleía Transliteration B: mochleia Transliteration C: mochleia Beta Code: moxlei/a

English (LSJ)

ἡ, = sq. 1, Arist.Ph.259b20, Supp.Epigr.2.569.19 (Didyma, ii B.C.), Dexipp.Fr.27J. (written μοχλίαις), Orib.49.4.72; μ. τῶν ὀδόντων

   A extraction of teeth, Gal.18(2).592; [ὀστῶν] reduction of dislocations, Id.19.461: metaph., dislodgement of chronic disease, esp. by exercise, μοχλείας δεῖσθαι Antyll. ap. Orib.6.1.1, Gal.17(1).839; πρὸς ἀνάμνησιν δέονται τῆς μ. [αἱ ψυχαί] Plu.Fr.7.19, cf. Olymp.in Grg.p.279 J.

German (Pape)

[Seite 212] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

μοχλεία: ἡ, = μόχλευσις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.

Greek Monolingual

μοχλεία και μοχλία ἡ (Α) μοχλεύω
1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση
2. η χρήση πιεστήρων.